- δρηστεύω
- δρηστ-εύω,A perform rites,
θεοῖς Ἀρχ. Ἐφ. 1913.223
([place name] Lesbos).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεοῖς Ἀρχ. Ἐφ. 1913.223
([place name] Lesbos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποδρηστεύω — Ν ὑποδρῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δρηστεύω (< δρήστης / δρᾱ στᾱς / δράστης)] … Dictionary of Greek